βρένθος

βρένθος
βρένθος, ο (Α)
1. ονομασία μεγαλοπρεπούς θαλάσσιου πτηνού
2. είδος ωδικού πτηνού
3. αλαζονικός τρόπος, υπεροψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα βρένθος, βρενθύομαι αποτελούν λέξεις άγνωστης ετυμολογίας, ενώ ανερμήνευτη παραμένει η μεταξύ τους ακριβής σχέση. Η σημασία (3) του βρένθος «αλαζονικός τρόπος, υπεροψία» οφείλεται πιθ. σε μεταφορική χρήση του ονόματος του πτηνού, αν δεν προήλθε από τη σημασία του βρενθύομαι «κομπάζω, υπερηφανεύομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βρένθος — water bird masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρένθους — βρένθος water bird masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • грудь — ж., укр. грудь, болг. гръди мн., сербохорв. гру̑ди мн., словен. grȏd, чеш. hrud ж., слвц. hrud , польск. стар. grędzi. Родственно лат. grandis великий, величественный , греч. βρένθος гордость , βρενθύ̄ομαι держу себя гордо ; см. Видеман, ВВ 13 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • βρενθύομαι — (Α) κομπάζω, υπερηφανεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βρένθος] …   Dictionary of Greek

  • βρένθον — neut nom/voc/acc sg βρένθος water bird masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρένθῳ — βρένθον neut dat sg βρένθος water bird masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • gʷrendh- —     gʷrendh     English meaning: to swell; brost     Deutsche Übersetzung: ‘schwellen (physisch, and vor Hochmut); Schwellung, Erhöhung, Brust”     Material: Gk. βρένθος “pride”, βρενθύομαι “gebärde mich stolz”; Lat. grandis “big, large,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”